- πεσοῦνται
- πίπτωExc. ex libris Herodianifut ind mid 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
пасти — ПА|СТИ1 (424), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1.Пасть, упасть: таче бывъшю сънѧтию и многомъ ѿ бою орѹжиѥмь падъшемъ. ЖФП XII, 47г; аще зерно пшеницно. падъ на земли не ѹмреть. тъ ѥдино прѣбѹдеть. ИларПоуч XI сп. сер. XIII, 209г; и шибе громъ. и мълни˫а. и падоша … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o … Wikipedia
въпастисѧ — ВЪПА|СТИСѦ (39), ДОУСѦ, ДЕТЬСѦ гл. 1.Упасть: да впадшиисѩ ско(т) на раму възнесе(т). (ἐμπεπτωκός) ГБ XIV, 75а. 2. Попасть, упасть (во что л.): Съдьржѩи коньцѩ въ гробѣ полагаѥшисѩ х҃е. да въпадъша˫асѩ въ адъ. избавиши чл(в)кы. УСт ХІІ/ХІІІ, 33 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
χερόπλακτος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που γίνεται με χτύπημα τού χεριού («χερόπλακτοι δ ἐν στέρνοισι πεσοῡνται δοῡποι», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χερ τής λ. χείρ* (βλ. και λ., χειρ[ο] ) + πλακτός δωρ. τ. τού πληκτος (< πλήσσω / πλάττω)] … Dictionary of Greek